δαπάνησις, -εως, ἡ
1 acción de consumir
τὴν τροφὴν ἔχοντα δαπάνησιν τῶν προειρημένων ἡμέρων (πτηνῶν)que se alimentan devorando las (aves) domésticas mencionadas Aristeas 146
•consunción
ῥοιάς ἐστι τῆς ἐγκανθίου σαρκὸς δ. ᾗ τὸ δάκρυον ἀπορρεῖGal.19.437.
2 cuenta de gastos
κράτησον τὴν ἐπιστολὴν εἰς δαπάνησίν σουStud.Pal.20.125.3 (V d.C.) en ZPE 76.1989.112.