δαπανηρός, -ά, -όν


I 1de pers. gastador, pródigo τὸ τῶν ἀργῶν τε καὶ δαπανηρῶν ἀνδρῶν γένος Pl.R.564b, cf. X.Mem.2.6.2, D.39.26, οὐ γὰρ εἰς ἑαυτὸν δ. ἀλλ' εἰς τὰ κοινά Arist.EN 1123a4, τοὺς ... εἰς ἀκολασίαν δαπανηρούς los que gastan con desenfreno Arist.EN 1119b31, cf. Plu.Per.36, Vett.Val.374.33.

2 de cosas dispendioso, costoso, caro λειτουργία Arist.Pol.1309a18, (πράξεις) Arist.EN 1122a22, πόλεμος D.5.5, Plu.Arist.24, δαπανηρότερα τούτων σοφιζόμενος maquinando cosas más costosas que ésas Plu.Alex.72, εἰκόνες D.C.52.35.3, Iul.Or.1.21d, δάπανος γὰρ (τουτέστι δαπανηρά) ἡ ἐλπίς Sch.Th.5.103, δοκεῖ γὰρ δαπανηρὸν εἶναι ἵππους τρέφειν Sch.Ar.Nu.12c.

3 destructor πῦρ Ph.2.91.

II adv. -ῶς pródigamente μὴ δ. sin mucho gasto X.HG 6.5.4, πρυτανεύσαντα δὶς δ. TAM 2.197, cf. 834.7 (ambas Licia, imper.).