< δακτῠλόδεικτος
δακτῠλόδικτος >
δακτυλοδειξία
,
-ας, ἡ
indicación
ἀναπεπεισμένοι ... ταῖς Ἰωάννου δακτυλοδειξίαις
Cyr.Al.M.73.320D.