δακτύλιος, -ον
que tiene forma de anillo, redondo
ἐξάλιπτρον ἔχον βάσιν δακτύλιονcajita de ungüento con un soporte redondo, BGU 1300.11 (III/II a.C.),
ὠτάρια δακτύλιαBGU 781.2.15 (I/II d.C.) en BL 1.66.
ἐξάλιπτρον ἔχον βάσιν δακτύλιονcajita de ungüento con un soporte redondo, BGU 1300.11 (III/II a.C.),
ὠτάρια δακτύλιαBGU 781.2.15 (I/II d.C.) en BL 1.66.
ποιεῖσθαι δακτύλιον τριωβόλουencargar un anillo por tres óbolos Ar.Th.425,
σφραγῖδας, ἁλύσεις, δακτυλίουςAr.Fr.332.12, cf. Nicostr.Com.32,
δακτυλίους γλύφεινPl.Hp.Mi.368b (= Hippias A 12),
ἀναγνωρισμοὺς διά τε δακτυλίων καὶ διὰ δεραίωνSatyr.Vit.Eur.39.7.13,
τὴν εἰκόνα ... φέρειν ... ἐν τῷ δακτυλίῳPlb.15.31.9,
δότε δακτύλιον εἰς τὴν χεῖρα αὐτοῦEu.Luc.15.22, cf. Inc.Lesb.l.c., Ar.Lys.1027, D.Chr.71.2, Plu.2.63e, Mar.43, Marc.30, Gr.Nyss.M.44.1144D,
οἷον ὀφθαλμῶν ἐνόντων ἤ τινων δακτυλίων τό τε σχῆμαde los dibujos de la cola del pavo real, D.Chr.12.2,
δ. ἀπείρων χρυσςIG 22.1388.9 (V/IV a.C.), cf. Schwyzer l.c., IP 8(3).72.10 (imper.), IHadrian.1.8 (II d.C.),
σιδηροῦςIG 22.1400.64 (IV a.C.), ID 2529 (rom.), Artem.2.5,
ὑάλι(νος)Ath.Askl.3.18 (IV a.C.),
δακτύλιοι ἱππόδεσμοιIG 22.1542.25 (IV a.C.),
στρεπτόςID 104.80 (IV a.C.),
δακτύλιοι ἀργυροῖ συνειρμένοιID 104.65 (IV a.C.), cf. IG 11(2).147B.11, 161B.24 (ambas IV/III a.C.),
δ. μέγας ἁλύσει δεδεμένοςsortija grande con el aro en forma de cadena, IG 22.47.15 (IV a.C.),
δ. διάλιθος χρυσένδετοςsortija con piedra montada en aro de oro, IG 11(2).203B.91 (III a.C.), cf. Hld.5.13.3,
δακτύλιοι βαρεῖςCharito 1.4.9,
δ. ἔχων ὑπὸ τῇ σφραγίδι ῥίζαν ἐξ ὧν ὑπέδειξε ΣολομώνI.AI 8.47
οὐδὲν προτιμῶ σου· φορῶ γὰρ ... τὸν δακτύλιον τονδίAr.Pl.884, cf. Antiph.175.5, Luc.Philops.17, c. poderes mágicos o curativos
δ. φαρμακίτηςEup.96, cf. Amips.26, Hsch., del anillo mágico de Giges, Pl.R.359e, cf. Luc.Nau.41, 45,
ἐδόκει παραστὰς] ὁ θεὸς τῷ δακτυλίῳ πιέσαι [τὸν ὀφθαλμόνIG 42.123.116 (IV a.C.), como escondite de veneno
φάρμακον ... ἐκ δακτυλίου ῥοφήσας ἀπέθανεD.C.58.21.4, como prenda en apuestas Vit.Aesop.G 69, como prenda de compromiso matrimonial
δακτύλιον ... παρὰ τήν μνηστείαν ἐδωρήσατοHld.4.8.7, como prueba de amistad
δακτύλιον αὐτῷ δοῦναι σύμβολον φιλίαςPlu.Art.18, en preceptos pitagóricos
ἐν δακτυλίῳ μὴ φέρειν σημεῖον θεοῦ εἰκόναPythag.C 4, cf.
μὴ φορεῖν στενὸν δακτύλιονPythag. en Plu.2.12e
διὰ δακτυλίου μὲν οὖν ἐμέ γ' ἂν διελκύσαιςref. a los que se han quedado demacrados por la enfermedad o el sufrimiento, Ar.Pl.1036, cf. Zen.3.18
ὄνυχς τὸν δακτύλιον χρυσν ἔχονIG 13.353.71 (V a.C.), cf. 22.1394.12 (IV a.C.),
σφραγὶς ὑαλίνη ... χρυσν δακτύλιον ἔχσαIG 22.1388.89, cf. 45, 87 (IV a.C.), ID 104.62 (IV a.C.).
γῆν σημαντρίδα ἐπιπλάσας ἐπιβάλλει τὸν δακτύλιονtras extender una capa de arcilla para sigilar, aplica el sello Hdt.2.38,
καὶ νῦν ἀπόδος τὸν δακτύλιον, ὡς οὐκέτι ἐμοὶ ταμιεύσειςAr.Eq.948,
τὰ σημεῖα ... τῶν δακτυλίωνAen.Tact.31.9bis, cf. I.AI 20.32,
σφραγίσατε τῷ δακτυλίῳ μουLXX Es.8.8,
(ὁ) ἐπὶ τοῦ δακτυλίουel guardián del sello LXX To.1.22,
ὁ τῆς πόλεως δ.ISmyrna 573.88 (III a.C.),
δ. ἐκ τοῦ δημοσίουD.C.Epit.8.6.9, cf. 9.9.2, 78.34.4,
ὁ δ. ὁ στρατηγικόςel sello del estratego, Vit.Aesop.G 91
ἀποτυποῦσθαι ὥσπερ δακτυλίων σημεῖα ἐνσημαινομένουςgrabar en relieve como si imprimiéramos improntas de sellos Pl.Tht.191d, cf. Arist.Mem.450a32, Plot.4.7.6,
σημηνάμενος ... δακτυλίῳNumen.26.12
φαντασία ... ὥσπερ δ. τις ἢ σφραγίςPh.1.279.
εἵλετο δακτυλίς τοῖς γιγλύμο[ιςIG 42.102.74 (IV a.C.), como apliques en las puertas IG 42.110A.9 (IV/III a.C.), cf. Hsch.δ 140, como asas en el arca de la alianza
τέσσαρας δακτυλίους χρυσοῦς ... ἐπιθήσεις ἐπὶ τὰ τέσσαρα κλίτηLXX Ex.25.12, en el bocado de los caballos
οἱ κατὰ μέσον ἐκ τῶν ἀξόνων δακτύλιοι κρεμάννυνταιX.Eq.10.9.
τὸ δὲ ὑπεράνω αὐτοῦ (τοῦ τρόχου) σιδήριον δ.Poll.1.145.
λοίσθιος ... ἐς ἄκρον δακτυλίου τελευτῶνHp.Anat.1, cf. Haem.5,
δ. δὲ ἀπὸ τοῦ σχήματος καὶ σφιγκτὴρ ἀπὸ τῆς ἐνεργείας κέκληταιGal.14.706, cf. Ruf.Anat.49, Poll.2.210,
φλεγμονὴ περὶ τὸν ἐντὸς τόπον ... τοῦ δακτυλίουMnesith.Ath.51.7, cf. 22,
σύριγξ παρὰ δακτύλιονPlu.2.518d,
προπτώσεις ὑστέρας καὶ δακτυλίουDsc.1.70,
αἱ ἐν δακτυλίῳ καὶ αἰδοίοις ῥαγάδεςmedic. en PSI 1180.53,
ἡ ἕδρα δ. δὲ ὑπό τινων καλουμένηMelamp. en PRyl.28.68
τὸν ἑαυτοῦ δακτύλιον φύλαττεLuc.Demon.17.