δακτυλήθρα, -ας, ἡ
1 dedil
περὶ ἄκραις ταῖς χερσὶ ... δακτυλήθρας ἔχουσινX.Cyr.8.8.17,
δακτυλήθρας ἔχων ἐσθίειν λέγεται τὸ ὄψονClearch.54, cf. Hdn.Epim.225, Simp.in Cat.238.29, Eust.927.57.
2 n. de un instrumento de tortura para los dedos, empulguera
τροχούς τε καὶ ἀρθρέμβολα ... τήγανά τε καὶ δακτυλήθραςLXX 4Ma.8.13,
ἄτοπα κολαστηρίων καὶ γένη ... δακτυλήθραν καὶ ποδοστράβηνSynes.Ep.42.