< δακτός
δακτυλήθρα >
δακτυλεύς
,
-έως, ὁ
ict.
múgil
,
mújol
τὰ δὲ τῶν δακτυλέων (εἴδη) τὸ πλάτος ἔχει ἔλασσον τῶν δυεῖν δακτύλων
Euthydemus en Ath.307b.