δακνώδης, -ες
1 medic. mordiente, punzante, irritante
ἕλκεσι τὸ μὲν ψυχρὸν δακνῶδεςHp.Aph.5.20,
δριμύτηςGal.6.237, cf. Steph.in Gal.239,
ῥεῦμαHp.Epid.1.26.5,
φάρυγγες οὐ λίην δακνώδεεςHp.Epid.3.13,
πυρετοὶ ... δακνώδεις τῇ χειρίfiebres mordientes al tacto Hp.Epid.6.1.14,
περιττώματαGal.6.240,
λεπίδεςAët.2.59
•fig.
τὸ προΐεσθαι τοῦ λαμβάνειν δακνωδέστερόν ἐστιMich.in EN 499.3.
2 adv. -ῶς de modo mordiente o punzante
δ. ἀλγοῦσι τὴν κεφαλήνGal.15.688.