< δαιμονιοῦχος
δαιμονισμός >
δαιμονίς
,
-ίδος, ἡ
genio femenino
αἱ θεῖαι δαιμονίδες
Procl.
in Ti
.1.47.16, 50.18,
δαιμονίσιν ἢ καὶ θειοτέραις τάξεσι
Herm.
in Phdr
.87.