< δαιμονίς
δαιμόνισσα >
δαιμονισμός
,
-οῦ, ὁ
posesión demoníaca
πάθη δαιμονισμοῦ
Vett.Val.2.16,
ἀπὸ δαιμονισμοῦ ἔσθ' ὅτε ἀναφέρουσιν
Origenes
Cels
.8.66.