γένεθλον, -ου, τό
1 estirpe, linaje
γ. σπέρμα τε ἈργεῖονA.Supp.290.
2 c. gen. vástago, descendiente
ἈτρέωςA.A.784,
Οἰταίου πατρόςS.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3,
τὰ θνητῶν ... γένεθλαla raza humana S.OT 1425.
γ. σπέρμα τε ἈργεῖονA.Supp.290.
ἈτρέωςA.A.784,
Οἰταίου πατρόςS.Ph.453, cf. A.A.914, E.Hipp.62, Andr.1274, Orph.H.57.3,
τὰ θνητῶν ... γένεθλαla raza humana S.OT 1425.