< Γενέθλιος
γένεθλον >
γενεθλίωμα
,
-ματος, τό
vástago
,
hijo
Κρόνος εἴρηται ... κιρνᾶν ἕκαστα τῶν γενεθλιωμάτων
Sch.Hes.
Th
.459.