< γυψόω
γύψωσις >
γυψώδης
,
-ες
• Alolema(s):
γυψοει-
Paul.Aeg.6.21
de color de yeso
γάλα
Sor.69.22,
ὑπόχυμα
Claud.Herm.
Mul
.72, Paul.Aeg.l.c.,
γῆ
Eust.1304.27.