< γύψος
γυψώδης >
γυψόω
1
pintar de blanco
con yeso
νεκρόν
Hdt.3.24,
ἄνδρας
Hdt.8.27,
αὑτούς
Polyaen.6.18.1,
κόρακας
Did.
in D
.12.16, Zen.3.87.
2
sellar con yeso
ἀγγεῖον
Gp
.4.15.13.