< γυμνοποιός
γυμνορρύπαρος >
γυμνόπους
,
-ποδος
que lleva los pies desnudos
,
descalzo
ἱέρειαι
Str.7.2.3, cf. I.
BI
2.314, Sch.A.
Pr
.712D.