< γυμνοπόδιον
γυμνόπους >
γυμνοποιός
,
-όν
que desnuda
,
que deja desnudo
γ. ... καὶ ψυχῆς καὶ σώματος ὑπάρχει ἡ μοιχεία
Chrys.M.62.751.