γραΐδιον, -ου, τό
• Alolema(s): γρᾴδιον Ar.Pl.674, D.18.260, Men.Georg.54, Heraclid.Pont.58, Macho 149
• Prosodia: [-ᾱ-]
despect. viejecilla, viejucha
σὺ γὰρ ἂν πορίσαι τί δύναι' ἀγαθὸν πλὴν ... γραϊδίων κολοσυρτόν;¿qué bien podrías tú procurar más que una retahila de viejuchas? Ar.Pl.536, cf. 674, Th.1194,
ἄλλων γραϊδίων μεγάλαισιν οἴνου χαίροντα λεπασταῖςPhilyll.5, cf. X.An.6.3.22, D.l.c., Men.Georg.l.c., Heraclid.Pont.l.c., Macho l.c., Plu.2.241c, Str.8.6.18,
γραϊδίων παίγνιαLuc.Philopatr.25,
γραΐδια χήρας τινὰς καὶ παιδία ὀρφανάLuc.Peregr.12, cf. Lib.Ep.559, 1360.