< γραμματοκύφων
γραμματοπίναξ >
γραμμᾰτολικρῐφίς
,
-ίδος, ὁ
de escoliastas
el que tergiversa la literatura
τοῖς ἀπ' Ἀριστάρχου γραμματολικριφίσιν
AP
11.140 (Lucill.).