< γραμμᾰτολικρῐφίς
γραμματοτρώξ >
γραμματοπίναξ
,
-ακος, ὁ
cartógrafo
καταμαθόντες γοῦν οἱ γραμματοπίνακες ... τὴν Εὐρώπην ἐπὶ τὸ μᾶλλον εὔρυναν
Sch.D.P.4.