γραμματίζω
• Alolema(s): beoc. γραμματίδδω IG 7.1739.2 (Tespias III a.C.)


1 enseñar a escribir «Μάρωνα» γραμματίζοντος τοῦ πατρὸς αὐτῷ Herod.3.24
part. perf. pas. saber escribir, ser educado οἱ <ἐν> Κριῷ γεννώμενοι ... γεγραμματισμένοι Hippol.Haer.4.15, ὅτι καὶ γραμματισμένος (sic) ἦν ὁ κλέπτης Cat.Cod.Astr.6.65.8, cf. Hsch.s.u. ἐλλόγιμος.

2 ser secretario, IG l.c., c. dat. συνέδροις IG 5(1).1432.19 (Mesenia I a./d.C.).