γραμματικεύω
1 aprender la gramática Anon.in Rh.26.34.
2 en v. med. ejercer de gramático
μῆνις Ἀχιλλῆος καὶ ἐμοὶ πρόφασις γεγένηται οὐλομένη πενίης γραμματικευσαμένῳAP 9.169 (Pall.), cf. Simpl.in Ph.1168.31.
μῆνις Ἀχιλλῆος καὶ ἐμοὶ πρόφασις γεγένηται οὐλομένη πενίης γραμματικευσαμένῳAP 9.169 (Pall.), cf. Simpl.in Ph.1168.31.