< γραμματοτρώξ
γραμματοφόρος >
γραμματοφορέω
llevar cartas
,
servir de correo
ἀντὶ δὲ στρατείας ἡμεροδρομεῖν καὶ γραμματοφορεῖν ἀπεδείχθησαν ἐν τῷ τότε δημοσίᾳ
Str.5.4.13.