γνωμολογία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Decent.5
1 sentencia, uso de sentencias como exponente del estilo sentencioso
πῶς φράσωμεν αὖ μουσεῖα λόγων ὡς διπλασιολογίαν καὶ γνωμολογίαν;Pl.Phdr.267c, cf. Hp.l.c., Arist.Rh.1394a19,
δεινότατός ἐστιν ἐν ταῖς ... ἀφ' αὑτοῦ γνωμολογίαιςPlb.12.28.10, cf. Demad.17,
τῇ γνωμολογίᾳ χρώμενοςSch.Er.Il.13.726.
2 plu. máximas
γνωμολογίαι τε λαμπραίAntipho Soph.B 44a.5,
τελευταῖον δὲ τοῖς ἐνθυμήμασι καὶ ταῖς γνωμολογίαιςAnaximen.Rh.1443a3, cf. D.H.Dem.46, Plu.2.16c, Fab.1, Cat.Ma.2, Aristid.Quint.74.2, Philostr.VS 500
•serie o colección de máximas
Ἡσίοδος εὐδοκιμεῖ μάλιστα περὶ τὰς ἐν τοῖς Ἔργοις γνωμολογίαςPlu.Thes.3,
Γνωμολογίαν δι' ἐλεγείωνde la obra de Teognis, Sud.s.u. Θεόγνις.