γνωμολογικός, -ή, -όν
1 sentencioso
δεῖ ... γνωμολογικὰς τὰς τελευτὰς ποιεῖσθαιAnaximen.Rh.1439a5,
ἔστι γὰρ καὶ ἀποφθεγματικὸν ἡ βραχύτης καὶ γνωμολογικόνDemetr.Eloc.9, cf. Marcellin.Vit.Thuc.51
•neutr. subst. poema gnomológico
τούτων δέ ἐστι πραγματικά, ... γνωμολογικά, γεωργικάProcl.Chr.37, cf. 97, Sch.D.T.450.13.
2 adv. -ῶς sentenciosamente
προφέρονται δὲ αἱ μὲν γ., αἱ δὲ ἀποδεικτικῶςde figuras ret., Theo Prog.99.12, cf. 17, Sch.S.Ant.67P., cf. Sud.s.u. γνωμοτυπικῶς.