< γνωμικός
γνωμοδοτέω >
γνωμοδοσία
,
-ας, ἡ
consejo
καὶ ταῖς ἑτέρων καρποφορεῖ γνωμοδοσίαις
Cyr.Al.M.68.805D, cf.
Anecd.Ludw
.206.24.