γνωμικός, -ή, -όν
I
γνωμικὰ ... ἁ φύσις ἁ τῶ ἀριθμῶPhilol.B 11.
2 sentencioso
περίοδοςHermog.Inu.4.3,
σχῆμαSch.Od.15.74, cf. 4.691
•neutr. subst. τὸ γ. sentencia, máxima
οἷά ἐστι τὰ γνωμικὰ καὶ παραινετικάS.E.M.1.278,
τά τε μέλη οὐκ ἔχει πολὺ τὸ γ.D.Chr.52.17, cf. Sch.Od.7.310, Pall.V.Chrys.16.58, Olymp.in Alc.2.54, Tz.H.7.76.
3 propio de la mente
op. φυσικός: γνωμικῆς γὰρ ταῦτα αἱρέσεως, οὐ φυσικῆς δυνάμεωςThdt.M.80.1192C
•espiritual
οὐ φυσικήν, ἀλλὰ γνωμικὴν νοοῦμεν συγγένειανThdt.M.81.37A.
II adv. -ῶς
1 sentenciosamente
φάναιAth.191e, cf. Phld.Hom.13.25, Clem.Al.Strom.5.3.18, 5.14.133.
2 a voluntad
ὁ θεὸς λόγος γ. δύναται ἑνωθῆναι τῇ κτιστῇ φύσει, φυσικῶς δὲ οὐ δύναταιLeont.H.Nest.M.86.1501A.