γλώσσημα, -ματος, τό
• Alolema(s): át. γλωττ- Et.Gud.315.9
1 punta de lanza
κάμακος †εἶσι κάμακος† γλώσσημα †διπλάσιον†A.Fr.152.
2 gram. palabra obsoleta que debe ser explicada o glosada, glosa Quint.Inst.1.8.15,
αἱ πάλαι συνήθεις λέξεις γλωσσήματα νῦνM.Ant.4.33, cf. Et.Gud.l.c.