γλώσσαργος, -ον


de lengua banal o fútil, parlanchín Pi.Fr.140b.13, ἦθος Trag.Adesp.562, ἀηδών D.Chr.47.16, τὸ γλωσσαργότατον μέρος τῆς Ἀλεξανδρέων πόλεως Ph.2.571, ἡδονῇ γλωσσάργῳ por el placer de charlar I.AI 18.198.