< γλυκάνισον
γλυκαντικός >
γλύκανσις
,
-εως, ἡ
endulzamiento
ref. a granos de trigo
, Thphr.
CP
4.4.5, cf. Alex.Aphr.
in Metaph
.708.30, Phlp.
in Ph
.880.1.