γλυκαντικός, -ή, -όν
1 edulcorante
μέλιOcell.11.
2 adv. -ῶς con una sensación de dulzor
γ. κινεῖσθαιS.E.M.7.344,
op. πικραντικῶς: γ. διατίθεσθαιS.E.M.7.367.
μέλιOcell.11.
γ. κινεῖσθαιS.E.M.7.344,
op. πικραντικῶς: γ. διατίθεσθαιS.E.M.7.367.