< γλωττοποιΐα
γλωττοφόρος >
γλωττοποιός
,
-οῦ, ὁ
fabricante de lengüetas
para un instrumento
καὶ γ. ὁ τεχνίτης
Poll.2.108, cf. 7.153, Hsch.,
EM
235.44G.