< γλωσσοτομέω
γλωσσοφαγία >
γλωσσοτομία
,
-ας, ἡ
acción de cortar la lengua
γλωσσοτομίαις καὶ χειροκοπίαις εἰς αὐτοὺς ἐχρήσαντο
Anast.Ant.
Serm
.M.89.1156C.