γλωσσοτομέω
• Alolema(s): át. γλωττο- Hermipp.Hist.68b
cortar la lengua
γλωσσοτομεῖν καὶ περισκυθίσαντας ἀκρωτηριάζειν τῶν λοιπῶν ἀδελφῶνLXX 2Ma.7.4,
ἐγλωσσοτόμη[σε τὴν παῖδαargumen.S. en POxy.3013.19 (II/III d.C.), cf. A.Andr.Gr.22.8, en v. pas., Hermipp.Hist.l.c.