< γεωτόμος
γεωτραγίη >
γεωτός
,
-όν
terrenal
ὡς γὰρ ‘τὸ πτερὸν πτερωτοῦ πτερόν’, οὕτως καὶ ... τὸ ἐν γῇ γεωτοῦ
Aristo Al.2.