γεράσμιος, -α, -ον
1 ref. a pers. venerable, digno de respeto
μαῖαν ὡς γερασμίανA.Fr.47a.1.6,
ὦ πρός σε γονάτων καὶ γερασμίου τριχόςE.Ph.923, cf. Supp.95,
μάντιςNic.Th.613.
2 de cosas de honor, que es para honrar
νῶταh.Merc.122,
ἱράOrph.A.626.