< Γέρασα
γεράσμιος >
Γερασηνοί
,
-ῶν, οἱ
gerasenos
ét. de Gerasa, I.
BI
2.480, 4.503,
AI
13.398,
Eu.Marc
.5.1,
Eu.Luc
.8.26, St.Byz.s.u.
Γέρασα
.