γεραιότης, -ητος, ἡ
edad avanzada, vejez
εἰς ἀνατρ[οφ]ὴν τῆς ἐμῆς γεραιότητ[οςPMasp.279.26 (VI d.C.),
τὴν ἐμὴν γερ[α]ιότητην (sic) καὶ ἀδυναστί[ανPMasp.333.18 (VI d.C.).
εἰς ἀνατρ[οφ]ὴν τῆς ἐμῆς γεραιότητ[οςPMasp.279.26 (VI d.C.),
τὴν ἐμὴν γερ[α]ιότητην (sic) καὶ ἀδυναστί[ανPMasp.333.18 (VI d.C.).