γενάρχης, -ου, ὁ
• Morfología: [lacon. gen. γενάρχα IG 5(1).497.15 (Esparta II d.C.)]
1 progenitor, fundador de una familia, estirpe o raza
Φοῖβέ τε καὶ Ζεῦ, Διδύμων γενάρχαCall.Fr.229.1,
ἐμοὺς γενάρχας ἐξέφυσε ΔάρδανοςDárdano procreó a mis progenitores Lyc.1307,
τῶν ... οἴκων γενάρχαςPlu.2.325f,
Ἀδάμ, ὁ ἀνθρώπων γ.Basil.Ep.362, de Abraham, Ph.1.513,
τρεῖς τοὺς γενάρχας τοῦ ἔθνουςde Abraham, Isaac y Jacob, Ph.1.646, cf. I.AI 1.235, Poll.3.19, Hsch.
•epít. de Heracles
Ἡρακλέους ΓενάρχαIG l.c.
•gener. creador de los seres, origen
Ζεῦ γενάρχα καὶ πατὴρ φυτῶν πάντωνBabr.142.3,
Προμηθεῦ, γενάρχαOrph.H.13.8,
ὄμβροιο γενάρχαdel Noto, Orph.H.82.3,
γενάρχα τῆς γενεσιουργίαςde Dios Corp.Herm.13.21, cf. Cat.Apoc.4.4.
2 señor de una raza ref. a los 70 ancianos
γενάρχαι δὲ τοῦ σύμπαντος ἔθνουςPh.2.111
•etnarca, administrador y juez de los judíos en Alejandría
μετὰ τὴν τοῦ γενάρχου τελευτήνPh.2.527.