< γεναρίς
γενάρχης >
γεναρχέω
ser el progenitor de la raza humana
,
ser el primer hombre
ὁ γεναρχῶν ἄνθρωπος
dicho del πρωτάνθρωπος gnóstico
, Iambl.
Myst
.10.5.