< γενηματογραφέω
γενηματοφυλακία >
γενηματοφυλακέω
vigilar las cosechas
c. ac. int.
τῶν καὶ γενη(ματο)φυ(λακούντων) τὸν σπόρον
PTeb
.831.6 (II a.C.).