γενεσιουργός, -όν
que engendra, genésico, creador
φύσιςIambl.Myst.1.11,
δαίμονεςIambl.Myst.2.7,
παθήματαIambl.VP 228,
ἀστήρPorph. en Eus.PE.3.11.40,
ὁρμαίProcl.in Cra.105.23,
δυνάμειςProcl.Inst.209,
θεοίDam.in Prm.381,
νόησιςDam.in Phlb.225.9
•subst. ὁ γ. creador c. gen.
κτισμάτωνLXX Sap.13.5,
τῆς παλιγγενεσίαςCorp.Herm.13.4,
παντὸς κόσμουIul.Gal.19.100c
•inventor, Corp.Herm.Fr.23.44.