< γενεθλιάς
γενεθλιολόγος >
γενεθλίδιος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῑ-]
1
del día de nacimiento
θυηπολίαι
AP
6.243 (Diod.).
2
de cumpleaños
δῶρα
AP
6.325 (Leon.Alex.).