< γενεθλιαλόγος
γενεθλίδιος >
γενεθλιάς
,
-άδος
congénito
,
de nacimiento
ὀμίχλη
Nonn.
Par.Eu.Io
.9.1
•
subst. ἡ γ. (
sc
. ἡμέρα)
aniversario
,
cumpleaños
πρώτη γ.
IG
12(2).489.4 (Mitilene I/II d.C.?).