γελάσιμος, -ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
risible, ridículo s. cont., Strat.83,
γελάσιμα καὶ μειρακιώδη τὰ εἰρημέναLuc.Somn.5, cf. ITr.51,
γελάσιμον μὴ λέγε, ἀλλὰ γελοῖονPhryn.199.
γελάσιμα καὶ μειρακιώδη τὰ εἰρημέναLuc.Somn.5, cf. ITr.51,
γελάσιμον μὴ λέγε, ἀλλὰ γελοῖονPhryn.199.