γελασείω


ser proclive a la risa, tener ganas de reirse μὲ ... γελασείοντα ἐποίησας γελάσαι Pl.Phd.6, οὔ τι μάλα γελασείων, ἐγέλασεν Eun.VS 458, οὗτοι γελασείοντες ἐν ταὐτῷ Synes.Regn.14, cf. Clem.Al.Prot.2.15.3, Sud.