γειτονέω
ser vecino, estar próximo c. dat.
πηγαῖς τε Νείλου γειτονῶν Αἰγυπτίου ΦαρνοῦχοςA.Pers.311,
μέλας γενοίμαν καπνὸς νέφεσσι γειτονῶν ΔιόςA.Supp.780,
χώραν ... γειτονοῦσαν ... τῷ ... ἱερῷICr.3.4.9.38 (Itanos II a.C.), cf. IUrb.Rom.1220 (II/III d.C.), Procop.Aed.4.1.5,
εἴ τις σοφῷ γειτονῶνPlot.1.2.5, cf. 4.3.9
•c. gen.
ὁρᾶν κοίτης γειτονέοντα τάφονAP 7.207 (Mel.)
•abs.
γειτονεῦσ' ἀποπνίγειςCall.Fr.194.104,
τὸ σῶμα γειτονῆσαν μετέλαβεν αὐτῆς (ψυχῆς)Plot.3.9.3,
τὸ γειτονοῦνla vecindad, los alrededores Gr.Naz.M.36.489B.