γειτονεύω
ser vecino o limítrofe c. dat.
Ἀθήναις δὲ γειτονεύουσιν (πόλεσι)X.Vect.1.8,
τοὺς γειτονεύοντας αὐτοῖς (Καντάβροις)Str.3.3.8, cf. 5.3.4, 16.4.22,
γείτον<ε>ς κοινοί εἰσιν οἷς γειτονε[ύει] ...Act.Amphip.9.5 (IV a.C.)
•abs.
οὐδ' εἰς ταὐτὸ τολμᾷ π[λ]οῖον [ἐ]μβαίνειν οὐδὲ γειτονεύεινno se atreve a montar (con el iracundo) en la misma nave ni a ser su vecino Phld.Ir.21.37,
τὰ γειτονεύοντα μέρηlas regiones limítrofes Str.4.6.8,
οἱ γειτονεύοντεςlos vecinos App.Mith.119
•en v. med. ser contiguo, estar próximo anat. c. dat.
τοῖσι γὰρ ἐπικαιροτάτοισι τόνοισι γειτονεύονταιHp.Art.11,
τὸ ἄλλο ἥμισυ τοῦ σώματος γειτονεύεται μᾶλλον ταύτῃ τῇ ἴξειHp.Fract.18.