γαστριμαργία, -ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Int.6
ingestión excesiva, glotonería, gula
γ. ἰχθύων κεφάλων καὶ ἐγχελύωνHp.l.c.,
ὅπως μὴ ... διὰ γαστριμαργίαν ἀφιλόσοφον καὶ ἄμουσον πᾶν ἀποτελοῖ τὸ γένοςPl.Ti.73a, cf. Phd.81e, Phdr.238b, Arist.EE 1231a19, Plu.2.124e, 996e, Plot.3.6.5, LXX 4Ma.1.3,
οἱ ἐν ταῖς ἑορταῖς ὑπὸ γαστριμαργίας πλήσαντες ἑαυτούςPlot.5.5.11, cf. Luc.Am.42,
γ., ἡ τῶν πάντων κακῶν χορηγόςCorp.Herm.6.3.15, cf. Chrysipp.Stoic.3.97, Eus.Mynd.9,
οὐδὲν γαστριμαργίας χεῖρον, οὐδὲν αἰσχρότερονChrys.M.59.251, cf. 60.718, Gr.Nyss.Eun.3.2.81,
ἵνα διὰ τῆς γαστριμαργίας ἡ διδασκαλία τοῦ λόγου κρατύνηταιApollon. en Eus.HE 5.18.2,
κενοδοξία καὶ γ.Cyr.Al.M.77.1089A, cf. Gr.Nyss.Mort.55.22, Chrys.M.59.760, 61.782.