< γαστριμαργία
γαστρίμαργος >
γαστριμαργικός
,
-ή, -όν
de glotonería
,
de gula
ἀκρασία
Epiph.Const.
Haer
.64.52,
παραχρήσεις
Cyr.Al.M.77.1073D, cf. Meth.
Res
.1.60.