γαμμοειδής, -ές
1 que tiene forma de gamma, en Γ
οἰκίαBGU 1037.8 (I d.C.),
κωλυμάτιαHero Spir.1.28,
ἐπικλίνεια (τοῦ μηροῦ)Orib.49.14.3,
καυτήρPaul.Aeg.6.62.
2 adv. -ῶς en forma de letra gamma Nicom.Ar.1.19.11, Iambl.in Nic.40.
οἰκίαBGU 1037.8 (I d.C.),
κωλυμάτιαHero Spir.1.28,
ἐπικλίνεια (τοῦ μηροῦ)Orib.49.14.3,
καυτήρPaul.Aeg.6.62.