< γαμμάτιον
γαμμοειδής >
γαμματίσκον
,
-ου, τό
gamma pequeñita
plu.
greca
χιτῶσι χρυσοῖς γαμματίσκοις ἀναλελογχωμένοις
Lyd.
Mag
.2.4.